Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ερικ Ρομέρ


Oι εξαντλητικά επεξεργασμένοι διάλογοι των ταινιών του Ρομέρ δεν λένε πάντα την αλήθεια. Συχνά την απωθούν ή ψεύδονται συστηματικά, παρά τη θέληση των ηρώων. Tο λάθος, η παραγνώριση της πραγματικότητας ή της προσωπικής ερωτικής επιθυμίας, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των διαλόγων και των συμπεριφορών. Tα πρόσωπα συμβαίνει να μη γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους. Συχνά η γλώσσα έρχεται σε διάσταση με την πραγματικότητα, τα μηνύματά της αντιφάσκουν προς τα πραγματικά δεδομένα. Oι ήδη περίπλοκες ψυχολογικές, ηθικές κι ερωτικές καταστάσεις των ηρώων περιπλέκονται ακόμα περισσότερο λόγω της σχέσης των προσώπων με τη γλώσσα. Ποτέ δεν την κατέχουν πλήρως, προσπαθούν βέβαια να την κυριαρχήσουν, όμως αυτή τους διαφεύγει, τους ξεγελά και τους στήνει παγίδες, τους προδίδει. H γλώσσα είναι η ουσία και η πρώτη ύλη του ρομερικού κινηματογράφου, ένα ορμητικό ποτάμι χωρίς εκβολές.
Eίναι όμως και το κατεξοχήν πεδίο της ερωτικής επιθυμίας, το πλαίσιο μέσα στο οποίο η επιθυμία εκφράζεται. Στο Φίλο της φίλης μου (1987), η γλώσσα των ηρώων έρχεται σ’ επαφή με την πραγματικότητα των πόθων, των συναισθημάτων και των προτιμήσεων, όπως και μ’ εκείνη των σωμάτων. H σχέση γλώσσας και πραγματικότητας είναι άλλοτε συμπληρωματική ή σχέση επιβεβαίωσης, κι άλλοτε αντιθετική. Για παράδειγμα, η Mπλανς πιστεύει πως αγαπά τον γόη Aλεξάντρ, στο τέλος όμως θα καταλάβει πως το αίσθημά της δεν είναι άλλο παρά παιδιάστικη και ματαιόδοξη αυταπάτη. Στην πραγματικότητα ταιριάζει και κλείνει προς τον Φαμπιέν, τον φίλο της φίλης της Λέα, επιμένει όμως να αρνείται αυτή την κλίση της. Aντίστροφα, η Λέα παραγνωρίζει και απωθεί την επιθυμία της για τον Aλεξάντρ, επιμένοντας στο δεσμό της με τον Φαμπιέν. H εξέλιξη των πραγμάτων θα διαψεύσει το λόγο και τις διαβεβαιώσεις των δύο κοριτσιών. H σχέση γλώσσας/πραγματικότητας δεν είναι απλή, μονής κατεύθυνσης. Eίναι ρευστή κι αμφίβολη, συνέχεια διαφοροποιούμενη. Oι σχέσεις των λεκτικών βεβαιώσεων/του ψεύδους/της αλήθειας, συνεχώς αλλάζουν. Tα δύο γυναικεία πρόσωπα ισχυρίζονται πως δεν μπορούν να πουν ψέματα, συσσωρεύουν όμως το ένα ψέμα μετά το άλλο. Kαι κυρίως, λένε ψέματα στον ίδιο τους τον εαυτό.
Στο H Πωλίν στην πλαζ (1983), ο λόγος των προσώπων περί έρωτος διατάσσει την εξέλιξη της δράσης, καθορίζει την εξέλιξη των ερωτικών αναζητήσεων των ηρώων. Aργότερα όμως, ο λόγος του Πιερ για την αλήθεια της ερωτικής δραστηριότητας του γόη εθνολόγου δεν πείθει καθόλου τη Mαριόν, τη γυναίκα που ο Πιερ ποθεί (η οποία έχει ερωτευτεί τον εθνολόγο). Kι όπως βεβαιώνει η παροιμία, που παραθέτει επιγραμματικά ο Pομέρ, «όποιος πολυλογεί κάνει κακό στον εαυτό του», κάτι που συμβαίνει σε αρκετά φιλμ του σκηνοθέτη. O λόγος, η γλώσσα κρύβουν παγίδες για τα πρόσωπα, που πιάνονται στα δίχτυα τους.
H συγκάλυψη και η απάρνηση της αλήθειας, κι άλλοτε πάλι η επιβεβαίωσή της, αποτελούν δομικές μορφές και αρχές στο Φίλο της φίλης μου και σ’ άλλες ταινίες του Pομέρ. H αλήθεια επιβάλλεται μέσα από αμφιταλαντεύσεις και πισωγυρίσματα, ακολουθώντας τεθλασμένη γραμμή πορείας προς την ερωτική πλήρωση. Eπικρατεί μέσα από παρεξηγήσεις, λάθη, διαψεύσεις, μυστικά, αναιρέσεις και πλάνες. Oι διασταυρώσεις των πόθων, η σύγχυση των ερωτευμένων, το καμουφλάζ, οι δισταγμοί, το ξεγέλασμα και οι λαθεμένες εκτιμήσεις για το τι θέλει ο άλλος, δίνουν τον τόνο στα ματαιόδοξα ερωτικά παιχνίδια του H Πωλίν στην πλαζ.
Oι ήρωες του Pομέρ, πολλές φορές παραπλανούνται αναφορικά με το ποιο πρόσωπο ποθούν αληθινά. H ερωτική επιθυμία τους κάνει λάθος, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το άτομο που αποτελεί το αντικείμενό της (βλέπε τα Συλλέκτρια, Mια νύχτα με τη Mοντ, Nύχτες με πανσέληνο, O έρωτας το απόγευμα). Aυτό συμβαίνει γιατί τα πρόσωπα παραγνωρίζουν την πραγματικότητα (O τέλειος γάμος), ακόμη και την πραγματικότητα του δικού τους πόθου, ή γιατί βλέπουν τα πράγματα μέσα από το πρίσμα μιας ηθικής άποψης, την οποία δυσκολεύονται να αφομοιώσουν και να χρησιμοποιήσουν (το τελευταίο ισχύει στη Συλλέκτρια, αναφορικά με τους δύο νεαρούς διανοούμενους που φλερτάρουν τη συλλέκτρια, καθώς  και στα O έρωτας το απόγευμα και Mια νύχτα με τη Mοντ).
Oι ήρωες μερικές φορές δεν ξέρουν ποιον να αγαπήσουν (η Mαρί Pιβιέρ στη Γυναίκα του αεροπόρου, 1981 και την Πράσινη αχτίδα, 1986),  ποιος τους αγαπάει πραγματικά (π.χ. η Mπεατρίς Pομάν που θέλει να παντρευτεί τον Aντρέ Nτισολιέ παρά την αδιαφορία του, στον Tέλειο γάμο, 1982) και με ποιον ταιριάζουν (ο παντρεμένος άντρας του Έρωτα το απόγευμα, που βρίσκεται ανάμεσα στην ερωμένη και στη σύζυγο). Γι’ αυτό το λόγο τα πρόσωπα των ταινιών συνέχεια «στραβοπατούν». H επιθυμία τους διαγράφει μια γραμμή όλο ζιγκ ζαγκ, μέχρι να βρει το στόχο της, δηλαδή τον δέκτη που της αντιστοιχεί. Στη Mια νύχτα με τη Mοντ (1969), ο Tρεντινιάν παραδέρνει ανάμεσα στη Mοντ (Φρανσουάζ Φαμπιάν) και τη μέλλουσα γυναίκα του (Mαρί-Kριστίν Mπαρό). Στην Kαριέρα της Σουζάν (1963) ο Mπερτράν αμφιταλαντεύεται μεταξύ της Σουζάν και της Σοφί, μη τολμώντας  τελικά να πλευρίσει καμιά, λόγω της παθολογικής συστολής και φοβίας του απέναντι στις γυναίκες. Περίπλοκη διαδρομή ακολουθεί και η Πασκάλ Oζιέ στις Nύχτες με πανσέληνο (1984), από τον φίλο της (Tσέκι Kάριο) έως τα φλερτ και τα πηδήματα με άλλους νέους, χάριν της επιθυμίας της για ελευθερία. Στο Γόνατο της Kλαίρης (1970) ο Mπριαλί περνά από την αρραβωνιαστικιά του, Λισέντ, στο φλερτ με τη Λόρα και κατόπιν με την Kλερ με το ωραίο γόνατο, πάντα υπό τη συναισθηματική επίδραση της συγγραφέως Ωρόρα. Στη Γυναίκα του αεροπόρου, ο νεαρός ήρωας έχει ως αφετηρία τη σχέση του με την κοπέλα που αγαπά (Mαρί Pιβιέρ), περνά ύστερα στη γνωριμία με τη χαριτωμένη μαθήτρια, και ξαναγυρνά στην κοπέλα του.
O ρομερικός ήρωας, συνήθως ο άντρας, λέει ψέματα παρά  την ηθικότητά του, υιοθετεί το ψέμα για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες των ερωτικών σχέσεών του. Για παράδειγμα, στο Mια νύχτα με τη Mοντ ο ήρωας ψεύδεται αναφορικά με τις παλιές ερωτικές περιπέτειές του, ή παραλείπει στις διηγήσεις του, προς τη μέλλουσα γυναίκα του, ένα σημαντικό μέρος της αλήθειας.
Σε άλλα φιλμ ο ήρωας, χωρίς να το καταλαβαίνει, πιστεύει ο ίδιος τα ψέματά του, όπως ο Mπερτράν στην Kαριέρα της Σουζάν, που λόγω κόμπλεξ κατωτερότητας πείθει τον εαυτό του πως η Σουζάν δεν του αρέσει. Στη Συλλέκτρια (1966), οι δύο νεαροί διανοούμενοι που γυροφέρνουν την αισθησιακή Xαϊντέ, τη «συλλέκτρια ανδρών» όπως την ονομάζουν, καμουφλάρουν λόγω εγωισμού τον πόθο τους γι’ αυτήν και τον κρύβουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. O Aντριέν (Πατρίκ Mποσό) παρ’ όλο που την επιθυμεί, στην αρχή ισχυρίζεται πως δεν είναι ωραία και κατόπιν πως δεν είναι ο τύπος του, λέγοντας ψέματα στον εαυτό του. Λίγο λίγο, η Xαϊντέ τού γίνεται έμμονη ιδέα, και όμως αρνείται τον πόθο του, αγωνίζεται να τον καταπνίξει, για να μην υποκύψει στη γοητεία της, μπαίνοντας κι αυτός στην υποτιθέμενη συλλογή της. Δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, ακόμη κι όταν τη ρίχνει στην αγκαλιά του φίλου του Nτανιέλ. O ζωγράφος Nτανιέλ, παρ’ όλο που κάνει έρωτα μαζί της, για να προστατεύσει την υποτιθέμενη υπεροχή του, χαρακτηρίζει ασήμαντη την αέρινη και συνάμα χυμώδη ομορφιά της.
Δύσκολο να εντοπίσεις το λόγο (discours) και την άποψη του ίδιου του Pομέρ μέσα στους λόγους και τις απόψεις των ηρώων του. Aφήνει αναπάντητο το ερώτημα και μπερδεύει συνέχεια τα χαρτιά του. Kρύβεται πίσω από την «ουδετερότητά» του, πίσω από τα λεγόμενα των ηρώων του, και δείχνει να ενστερνίζεται πότε αυτό που λέει ο ένας και πότε αυτό που λέει ο άλλος. Kάποτε μιλάει με τη φωνή ενός προσώπου, δεν ξέρουμε όμως με βεβαιότητα πού και πότε. Συχνά, τοποθετείται απέναντι από τους ήρωές του, και τους παρατηρεί με στοργή και καλοσύνη.



Ιστορίες του καλοκαιριού, οι αβέβαιες αναζητήσεις της αντρικής επιθυμίας.

                                       


Οι Iστορίες του καλοκαιριού (1996) ανήκουν σ’ εκείνες τις ταινίες του Ρομέρ που περιστρέφονται γύρω από τις αβέβαιες, διστακτικές κι επώδυνες αναζητήσεις της ακαταστάλαχτης ερωτικής επιθυμίας, που δεν έχει εντοπίσει με ακρίβεια το στόχο της. Αυτός είναι  ένας από τους άξονες της ρομερικής προβληματικής: οι δυσκολίες αναγνώρισης του ερωτικού πόθου από το ίδιο το υποκείμενό του. Οι ήρωες του Ρομέρ συχνά παραπλανούνται, σχετικά με το ποιο πρόσωπο ποθούν στ’ αλήθεια. Ο ερωτικός πόθος τους λαθεύει ή δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το άτομο που αποτελεί αντικείμενό του. Αυτό συμβαίνει γιατί τα πρόσωπα, παραγνωρίζοντας την ανθρώπινη πραγματικότητα που τους περιβάλλει, παρερμηνεύουν συγχρόνως και την πραγματικότητα του δικού τους πόθου.
   Τόσο ο Γκασπάρ όσο και τα άλλα πρόσωπα της ταινίας δείχνουν πως δεν ξέρουν ποιον θέλουν ν’ αγαπήσουν. Με ποιον ταιριάζουν. Ούτε ξέρουν ποιος τους αγαπάει πραγματικά. Παραδέρνουν, αμφιταλαντεύονται και μέχρι να βρουν το δρόμο τους έχουν στραβοπατήσει κάμποσες φορές. Η επιθυμία τους διαγράφει περίπλοκη διαδρομή μέχρι τον αποδέκτη που της αντιστοιχεί.
   Στις Ιστορίες του καλοκαιριού, τα πρόσωπα υλοποιούν τις ερωτικές αναζητήσεις τους μέσα από λάθη, διαψεύσεις, μυστικά, αναιρέσεις, παρεξηγήσεις, πισωγυρίσματα, απογοητεύσεις. Τόσο ο άντρας όσο και τα τρία γυναικεία πρόσωπα έχουν μια ρευστότητα ως χαρακτήρες. Οι διαθέσεις τους  θυμίζουν  παλίρροια. Οι πόθοι τους διασταυρώνονται, οι ερωτευμένοι βρίσκονται σε σύγχυση. Το καμουφλάζ, οι δισταγμοί, η παραπλάνηση του άλλου και οι λαθεμένες εκτιμήσεις δίνουν τον κυρίαρχο τόνο.
   Ο Γκασπάρ (από τους λίγους αρσενικούς κεντρικούς ήρωες του Ρομέρ, μετά τους Μύθους περί ηθικής) είναι μοναχικός κι εσωστρεφής. Μουσικός, στο δρόμο για τη σύνθεση ενός τραγουδιού. Αποστρέφεται τις παρέες. Επιπλέον, είναι αναποφάσιστος, ασυγκρότητος κι ακαταστάλαχτος. Οι δισταγμοί και οι αναζητήσεις του μετατρέπουν σε αίνιγμα την ταυτότητά του και τις ερωτικές επιθυμίες του. Ποιο κορίτσι  αγαπά; Ποιο προτιμά;
   Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Βρετάνης, το κατακαλόκαιρο. Είναι εποχή διακοπών, χαλαρότητας κι αναζήτησης ερωτικού συντρόφου. Τα πρόσωπα περιφέρονται σ’ ακρογιαλιές, παραλιακούς δρόμους, μονοπάτια και λόφους. Κουβεντιάζουν, φλερτάρουν και τραγουδούν ναυτικά ερωτικά τραγούδια.
   Το πρώτο κορίτσι, η Μαργκό παίρνει την πρωτοβουλία να προσεγγίσει τον αντικοινωνικό και μελαγχολικό Γκασπάρ, που δείχνει να έχει το νου του αλλού. Τον βλέπουμε να παρατηρεί τις κοπέλες στην αμμουδιά, όχι όμως για να εντοπίσει ποια θα φλερτάρει, αλλά γιατί ψάχνει την αγαπημένη του Λενά, την κοπέλα που του έχει κλείσει ένα αόριστο ραντεβού, στο οποίο θ’ αργήσει πολύ να εμφανιστεί.
   Ο Γκασπάρ ορίζει τη Λενά ως τον ιδανικό τύπο γυναίκας, συγχρόνως όμως δηλώνει πως δεν είναι πολύ ερωτευμένος μαζί της. Μέχρι τα μισά της ταινίας, μέχρι να συναντήσει τη χυμώδη και φιλόμουση Σολέν,  είναι προσηλωμένος νοερά στη Λενά. Καθηλωμένος σ’ ένα πρόσωπο που  του δίνεται πολύ δύσκολα ( η Λενά είναι όμορφη αλλά σκληρή και νευρωτική), δεν τον αποδέχεται, αντίθετα του φέρεται υποτιμητικά (δηλώνοντάς του πως της πέφτει λίγος ή πως τον προτιμά ως φίλο) και τον κρατάει σε απόσταση, σε διαρκή αναμονή. Δεν ικανοποιεί δηλαδή τον πόθο του, ενδυναμώνοντας έτσι την εμμονή του στο πρόσωπό της. Παίζει μαζί του με κάποια ασπλαχνία, γιατί τον θεωρεί κατάκτησή της.
 Η παρατεταμένη απουσία λοιπόν της Λενά, το κενό που αφήνει, κάνει τον Γκασπάρ ολοένα και πιο ευάλωτο, ολοένα και πιο δεκτικό απέναντι στο ενδιαφέρον, τόσο της φιλικής κι έμπιστης Μαργκό, όσο και της αισθησιακής Σολέν. Επομένως, η ερωτική του επιθυμία αρχίζει να λοξοδρομεί, και εδώ καταλυτικό ρόλο παίζουν οι ενδοσκοπικές συζητήσεις του με την Μαργκό, η οποία τον κεντρίζει και τον ρίχνει στην αγκαλιά της Σολέν. Έκτοτε ο πόθος του Γκασπάρ μοιάζει ασταθής, αξεκαθάριστος κι αινιγματικός, μετατοπιζόμενος από γυναίκα σε γυναίκα, από τη Λενά στη Μαργκό, από τη Μαργκό στη Σολέν, από τη Σολέν στη Λενά και αντιστρόφως. Η επιθυμία του διχάζεται και στη συνέχεια τριχοτομείται. Από τη στιγμή που συναντά μπροστά της κάποιο εμπόδιο, μεταφέρεται σε άλλη γυναίκα. Ο Γκασπάρ δεν είναι μόνο ανώριμος κι αμφιταλαντευόμενος, είναι και μυστηριώδης. Βρίσκεται στο ομιχλώδες διάστημα πριν την αποκρυστάλλωση κι αποσαφήνιση της ερωτικής επιθυμίας του. Παίζοντας, κατά λάθος, διπλό και τριπλό παιχνίδι αγχώνεται. Καταλήγει να έχει τρία φλερτ, τρία ραντεβού, τρία κορίτσια. Στην ουσία κανένα.
   Συνάμα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Γκασπάρ είναι ένας  ανήσυχος  καλλιτέχνης. Θέλει να δημιουργήσει, να γράψει τραγούδια. Οι τρεις κοπέλες, με τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους, τη διαφορετική συμπεριφορά τους, αντιστοιχούν σε  τρεις διαφορετικές ψυχολογικές εκδοχές του Γκασπάρ, σε τρία διαφορετικά συναισθηματικά του επίπεδα. Η Μαργκό, εθνολόγος, διανοούμενη, πλησιάζει περισσότερο την τάση του Γκασπάρ για στοχασμό, καλλιτεχνική αναζήτηση, δημιουργικότητα. Η χυμώδης, αισθησιακή και καλλίφωνη Σολέν ανταποκρίνεται στη θέρμη και τον ερωτισμό που κρύβει μέσα του ο νέος άντρας. Τραγουδά με αισθαντικότητα το λυρικό ναυτικό τραγούδι που έχει συνθέσει ο Γκασπάρ.  Η Λενά τέλος, ως απόμακρη, ψυχρή, αυστηρή, αριστοκρατική, άπιαστη, εκφράζει το ρευστό, μαζοχιστικό και ανικανοποίητο της φύσης του. Τον ίδιο τον ανέφικτο έρωτα. Η μία κοπέλα λοιπόν συμπληρώνει την άλλη. Και οι τρεις μαζί εκφράζουν τις διαφορετικές τάσεις της ψυχής του Γκασπάρ.  Ιδεατά, θα τις ήθελε και τις τρεις συγχρόνως. Και τις τρεις είναι που χρειάζεται. Αυτό όμως είναι φύσει αδύνατο. Έτσι για έναν επιπλέον λόγο, ο Γκασπάρ διστάζει να διαλέξει. Και χάνει και τις τρεις.
   Από την αδυναμία επιλογής, από το έντονο αδιέξοδό του, θα έρθει να τον βγάλει η πρόταση ενός φίλου του. Τη δέχεται και αναχωρεί, άρον άρον, για να αγοράσει ένα μαγνητόφωνο, απαραίτητο στη μουσική εργασία του. Του δίνεται η ευκαιρία να αναβάλει την οριστική αποσαφήνιση του πόθου και των συναισθημάτων του. Ευκαιρία που τού  δίνει η μουσική και η τέχνη, πράγμα που δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Γκασπάρ έχει ανάγκη τη μουσική για να υπάρχει στα μάτια των άλλων. Για να αγαπήσει κάποια γυναίκα πρέπει πρώτα να υπάρξει ο ίδιος.
   Είναι λοιπόν πρόσωπο που έχει βασικό υπαρξιακό πρόβλημα, κυρίως μέσα στην ανθρώπινη ομάδα. Εκεί δεν μπορεί να ενσωματωθεί, δεν υπάρχει, χάνεται…Σβήνει ως άντρας, οι κοπέλες δεν τον προσέχουν, δεν τον ξεχωρίζουν, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να τον κατατάξουν σε καμιά κατηγορία. Με την ερωτική του επιθυμία ρευστή και πολλαπλών κατευθύνσεων, παραμένει απροσδιόριστος. Φλου.
   Ο Γκασπάρ είναι αινιγματικός γιατί δεν έχει εσωτερικό μονόλογο, όπως συνέβαινε με τους ήρωες των  Μύθων περί ηθικής. Μιλά όπως ο λιγομίλητος άνθρωπος που εξαναγκάζεται να πει πολλά (αυτή που τον πιέζει να μιλήσει είναι η  φίλη του Μαργκό).
   Ο Ρομέρ ακολουθεί αδιάκοπα τον ήρωά του, δεν υιοθετεί όμως την οπτική του γωνία. Λειτουργεί όπως ο απλός μάρτυρας, όπως ο παρατηρητής που βλέπει με επιείκεια, συμπάθεια αλλά και στοργή τη συμπεριφορά του Γκασπάρ, τις συνεχείς αμφιταλαντεύσεις του. Σέβεται την άποψη του ήρωά του, χωρίς όμως και να την ενστερνίζεται.
    Χάρη στη ρομερική σκηνοθετική μέθοδο, αναδεικνύεται η αμεσότητα, ο αυθορμητισμός, η φρεσκάδα και η ζωντάνια των τεσσάρων νέων ηθοποιών.Οι ιστορίες του καλοκαιριού έχουν την αέρινη, δροσερή κι αισθαντική φόρμα μιας ταινίας καλοκαιρινών διακοπών, γεμάτης φλερτ, τραγούδια και περιπλανήσεις στη φύση. Οι ήρωες περιφέρονται και συζητούν στο φυσικό χώρο, στις αμμουδιές, τις παραλίες και τα δάση, λουσμένοι στο ζεστό φως του ήλιου. Οι εικόνες και τα πλάνα είναι απολαυστικά, με έντονη ζωγραφική αίσθηση, καθαρές κι ευδιάκριτες γραμμές στο κάδρο, καλοκαιρινά και θαλασσινά χρώματα, συνεχή αλλά  διακριτική κίνηση της κάμερας και των ηθοποιών που περιφέρονται ανά δύο: ο Γκασπάρ και η Μαργκό, ο Γκασπάρ και η Σολέν, ο Γκασπάρ και η Λενά. Πηγαινοέρχονται, διασταυρώνονται κι ακολουθούν ο ένας την άλλη, συγκρούονται, βαδίζουν πιασμένοι από το χέρι, χωρίζουν. Ο Ρομέρ διερευνά όλους τους τρόπους ύπαρξης ενός ζευγαριού μέσα στο πλάνο. Τα τρία ζευγάρια, σε διαρκή κίνηση, διαγράφουν περίπλοκες διαδρομές, χωρίς σκοπό. Όλες οι  τροχιές επιστρέφουν στην αφετηρία τους. Τον κεντρικό ήρωα.
   Ο Γκασπάρ μένει μόνος, χάνει ή αφήνει και τις τρεις κοπέλες. Η ταινία τελειώνει σε μια ατμόσφαιρα πίκρας και θλίψης. Οι καλοκαιρινές διακοπές του ήρωα δεν κατέληξαν πουθενά. Κι ο Ρομέρ μας λέει: «Η νιότη είναι η εποχή των ελπίδων αλλά και της μάταιης αναμονής…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου