Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ιμαμούρα: ανθρωπολογία και σεξολογία


Το 1966, ο Ιμαμούρα σκηνοθετεί το Τζινρουιγκάκου νιουμόν, βασισμένο στο τολμηρό αφήγημα του Ακιγιούκι Νοζάκα «Οι κατασκευαστές της πορνογραφίας». Η ταινία του, στην οποία δόθηκε ο τίτλος Εισαγωγή στην ανθρωπολογία (στην Ευρώπη τιτλοφορήθηκε Ο πορνογράφος), συνιστά μια εισαγωγή στη σεξολογία και διερευνά τα ερωτικά ήθη της εποχής. Ο Ιμαμούρα προσεγγίζει έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο: τους ανθρώπους που εργάζονται στο χώρο της πορνογραφίας, και το επιχειρεί ως σεξολόγος και κοινωνιοψυχολόγος που πειραματίζεται πάνω σε μια καθορισμένη κοινωνική ομάδα, γι’ αυτό και τον χαρακτήρισαν «εντομολόγο». Διερευνά τη σύγκρουση των ταμπού και των κοινωνικών ηθικών απαγορεύσεων με την –κατ’ αυτόν– ενστικτώδη τάση του ανθρώπου προς το σεξ, τη φιληδονία και τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα.
Ο ερωτισμός στην Ιαπωνία, κατά τη μεταπολεμική εποχή, απελευθερώνεται και, σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, τείνει να γίνει αχαλίνωτος. Η νέα σεξουαλική ελευθεριότητα και η πορνογραφία ανοίγουν καινούργιους δρόμους. Όμως, σύμφωνα με τον Ιμαμούρα, μέσα από τις νέες συγκρούσεις διαφαίνεται μια ερωτική απελευθέρωση ελάχιστα γνήσια· αντίθετα, υπερισχύει μια νέου τύπου σεξουαλική αλλοτρίωση, μια σεξουαλική στέρηση μοντέρνας μορφής× όλα αυτά οδηγούν σε υποκατάστατα του έρωτα ή στη μηχανοποίηση του ερωτισμού.
Η ιστορία που μας αφηγείται ο Ιμαμούρα, ξετυλίγεται μέσα από την περιγραφή της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής του Ογκάτα, ενός μεσήλικα που δουλεύει στο χώρο της βιοτεχνικής πορνογραφίας. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες καθορίζουν αποφασιστικά τη ζωή του. Συζεί με μια χήρα που δεν τον παντρεύεται, γιατί έχει ορκιστεί στον πεθαμένο άντρα της να μην ξαναφτιάξει ποτέ καινούργια οικογένεια. Όταν ο Ογκάτα και η χήρα ερωτοτροπούν, τους «επιβλέπει» από τη γυάλα του το ψάρι του νεκρού· η δεισιδαίμων χήρα πιστεύει πως μέσα σ’ αυτό το ψάρι βρίσκεται η ψυχή του πεθαμένου, πάντα έτοιμη να κατασκοπεύει και να ελέγχει τους καινούργιους εραστές. Εξίσου καθοριστική είναι κι η αμοιβαία έλξη ανάμεσα στον Ογκάτα και τη δεκαπεντάχρονη κόρη της χήρας, μια έφηβη που τον ερεθίζει και του εμπνέει πόθο για να του δοθεί τελικά, έπειτα από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες.
Ο έρωτας του ήρωα –τόσο με τη μια όσο και με την άλλη γυναίκα–  φτάνει και σταματά σ’ ένα όριο πλήρωσης και ικανοποίησης. Ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνες μπαίνουν φραγμοί και ανασχέσεις που εμποδίζουν την ερωτική ευτυχία. Ο Ογκάτα αδυνατεί να ζήσει πλήρως και ικανοποιητικά τη σεξουαλικότητά του, εξαιτίας των ταμπού και των γυναικείων εμμονών στον υλιστικό ωφελιμισμό. Η χήρα βασανίζεται – και τον βασανίζει με τη σειρά της– από τις εσωτερικευμένες απαγορεύσεις που της υπενθυμίζει και της επιβάλλει συνεχώς το ψάρι, κατά την ώρα της συνουσίας. Η σχέση του Ογκάτα με τη δεκαπεντάχρονη κοπέλα, λόγω διαφοράς ηλικίας, δεν προχωρεί πέρα από την περιστασιακή ικανοποίηση ενός –κατά κάποιον τρόπο–  αιμομικτικού πόθου στο πλαίσιο της οικογένειας. Και οι δύο σχέσεις εξαρτώνται από την οικονομία και το χρήμα, κάτι που δημιουργεί πρόσθετα ψυχολογικά προβλήματα στον κατά βάθος καλοκάγαθο άντρα. Ο Ογκάτα απογοητεύεται. Βλέπει τις γυναίκες ως ανεξέλεγκτες δυνάμεις που τον ταλαιπωρούν, ως όντα άπληστα για σεξ και χρήματα που, προσηλωμένα στο άμεσο συμφέρον τους, τον καταδυναστεύουν. Τις σεξουαλικές ανάγκες του τις βιώνει ως αδυσώπητη δουλεία. Η συνολική σχέση του με το γυναικείο φύλο και τον έρωτα είναι προβληματική, όπως ακριβώς και των περισσότερων Γιαπωνέζων γύρω του.
Η ιαπωνική κοινωνία, μετά την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, έχει εισαγάγει πολλά δυτικά ηθικά και σεξουαλικά πρότυπα. Μπορεί άραγε να τα αφομοιώσει; δείχνει να αναρωτιέται ο Ιμαμούρα. Από την άλλη πλευρά, η δύναμη των παραδοσιακών, πουριτανικών θεσμών παρουσιάζεται στο φιλμ μεγάλη.
Στον Πορνογράφο, το γυμνό, οι φωτογραφίες και τα πορνό φιλμ διώκονται από την αστυνομία. Μαζί τους διώκεται κι ο ήρωας που δουλεύει στην παραγωγή αισθησιακών προϊόντων και ερωτικών βοηθημάτων. Από την άλλη, όμως, οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους μιαν αρχέγονη τάση προς τον ηδονισμό. Ο Ιμαμούρα, λίγο λίγο, προσεκτικά και μεθοδικά, συναρμολογεί τις ψηφίδες ενός παζλ που απεικονίζει τις ερωτικές πρακτικές των σύγχρονων Ιαπώνων. Στο ρεαλισμό και την ωμότητα των καταστάσεων έρχεται συχνά να προστεθεί το γκροτέσκο στοιχείο.
Η αισθητική της ταινίας συνδυάζει τον στιλιζαρισμένο ρεαλισμό με διαφορετικού ύφους ένθετα μέρη: ονειρικές αναμνήσεις, εφιάλτες, γκροτέσκες σκηνές, σουρεαλιστικές εικόνες (π.χ. το ψάρι). Το στιλιζάρισμα του σκληρού ρεαλισμού παραπέμπει στον εξπρεσιονισμό. Εντυπωσιακές είναι οι έντονες αντιθέσεις σκοταδιού και φωτός, άσπρου και μαύρου, όπως και οι ζοφερές, δραματικά τονισμένες ψυχικές εντάσεις.
Οι λήψεις «μασκάρονται», παρεμποδίζονται από τοίχους, παράθυρα, παραβάν, κάγκελα, λογής λογής εμπόδια που εξωθούν το ηδονοβλεπτικό βλέμμα του θεατή στο να ψάχνει, όσο γίνεται περισσότερο, για τα σώματα των παράφορων ανθρώπων. Η σκηνοθεσία ενδιαφέρεται για την ωμή αλήθεια, αλλά και για την ασχήμια, την ακολασία, το βρόμικο, το παράλογο, το γελοίο· για την ποίηση της ασχήμιας και της αμαρτίας. Το ιμαμουρικό σύμπαν διαθέτει μια πλευρά έντονα αντιμοντέρνα: πρωτόγονη, ανορθολογική και μυστικιστική. Όπως και σε άλλες ταινίες του, συναντάμε κι εδώ τον ανιμισμό, στον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο κινηματογραφείται η μορφή του ψαριού, το οποίο περιέχει την ψυχή του πεθαμένου συζύγου.
Στον Πορνογράφο, η λαγνεία και η πορνογραφία είναι παραβατικές· παραβιάζουν τις απαγορεύσεις· είναι βέβηλες κι αναδεικνύουν τα σεξουαλικά ένστικτα και τη ζωώδη πλευρά του ανθρώπου. Το σεξ συνδέεται με τη βία. Η σεξουαλική βία είναι παρούσα στη ζωή των προσώπων,  ανδρών αλλά και, κυρίως, γυναικών (για παράδειγμα της κόρης, η οποία χαστουκίζεται από τον Ογκάτα πριν από το σεξ). «Έχουμε το κτήνος μέσα μας», ομολογεί ο ήρωας. Έτσι, οι διαστροφές δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη σχέση του μεσήλικα πατέρα και της καθυστερημένης κόρης του, δύο προσώπων που έρχονται να πρωταγωνιστήσουν σ’ ένα πορνό. Σε κάποιες άλλες στιγμές, βλέπουμε παρτούζες να ξετυλίγονται στα μισοσκότεινα δωμάτια, ή τον Ογκάτα να προσηλώνεται φετιχιστικά στη μηχανική κούκλα του.
Ισχυρή είναι βεβαίως η εξάρτηση του σεξ από το χρήμα. Οι γυναίκες δίνονται για λεφτά, οι πλούσιοι γέροι αγοράζουν παρθένες για να τις ξεπαρθενέψουν, ο Ογκάτα τούς πασάρει πόρνες με «ιατρικό πιστοποιητικό» παρθενίας, οι τελευταίες ξέρουν να προσποιούνται τέλεια. Οι κουρασμένοι σεξουαλικά παντρεμένοι αστοί πληρώνουν για ερεθιστικά αφροδισιακά, και πάει λέγοντας...
Η πορνογραφία, από την άλλη, οδηγεί στην απόλαυση κι έχει μια δύναμη απελευθερωτική. Αυτό το ενστερνίζεται ο ήρωας, που πηγαινοέρχεται, ξετρελαμένος, μ’ ένα κηροπήγιο στο σαλόνι όπου ξετυλίγεται το ερωτικό όργιο, και μονολογεί: «Τα όργια είναι ο δρόμος προς την ελευθερία». Τάσσεται έτσι υπέρ της φιλήδονης ζωής, υπέρ του ζωώδους και πρωτόγονου αισθησιασμού. Ενώ μπανιάρονται αυτός και ο συνεργάτης του μέσα σε βαρέλια, συζητούν και αμφισβητούν τα ηθικά ταμπού. Με αφορμή την πράξη του μεσήλικα, που κουβαλάει την καθυστερημένη κόρη του στο πλατό για να συμπρωταγωνιστήσουν σ’ ένα σοφτ πορνό, δικαιολογούν την αιμομιξία και υποστηρίζουν πως αυτό, τα παλιά χρόνια, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην Ιαπωνία. Δικαιώνουν την πορνογραφία γιατί προσφέρει χαρά, ψυχαγωγία και ηδονή στη μίζερη ζωή των ανθρώπων.
Στην ταινία του Ιμαμούρα, όμως, η ερωτομανία και η πορνογραφία θα αποκαλύψουν και τη φετιχιστική και αλλοτριωτική τους πλευρά· θα οδηγήσουν στα υποκατάστατα του έρωτα, στην απομάκρυνση από τον καθαυτό έρωτα, στη βαθύτατη ερωτική στέρηση, δυστυχία κι αποξένωση· ή στις ουτοπικές κι ατελέσφορες αναζητήσεις, αν κρίνουμε από την εξέλιξη του Ογκάτα.
Ο ήρωας, διαψευσμένος στην ερωτική ζωή του (κυρίως μετά το θάνατο της αποτρελαμένης ερωμένης του), θέλει να αποδεσμευτεί από τις γυναίκες. Ο Ιμαμούρα θέτει συνεχώς στις ταινίες του το ζήτημα της γυναικείας ισχύος. Στον Πορνογράφο, η κόρη είναι δυνατή και σκληρή, και, παρ’ όλα τα δεινά που γνωρίζει, επιζεί, σε αντίθεση με την αλαφροΐσκιωτη και δεισιδαίμονα μητέρα της, που καταστρέφεται και πεθαίνει. Ο Ογκάτα δέχεται πως οι άντρες είναι παθητικότεροι σε σύγκριση με τις γυναίκες, εξαρτημένοι απ’ αυτές. Γι’ αυτό παίρνει την απόφαση να απεξαρτηθεί, προκειμένου να εξαρτηθεί εκ νέου, δημιουργώντας τον δικό του μονομανή ερωτικό κόσμο, στον οποίο θα είναι «ελεύθερος», χάρη στη δημιουργία μιας γυναίκας μηχανικής. Μέσα από τις ανεξέλεγκτες αναζητήσεις του, παλινδρομεί και καθηλώνεται
– ιδεοληπτικά και παρανοϊκά– σε μια φετιχιστική φαντασίωση, στη σχέση του με μια κούκλα, κατασκευασμένη από τα χέρια του: καλή, τίμια, ηδυπαθή και πειθήνια – προσόντα που δεν διαθέτουν οι ζωντανές γυναίκες! Ο ήρωας, λοιπόν, διαλέγει το δρόμο της φυγής προς την ουτοπία. Είναι η ουτοπία της τέλειας κι ανέφελης σχέσης με μια άψυχη γυναίκα. Για πρώτη φορά, μέσα στον αδιάλλακτο κόσμο της παραφροσύνης του, δεν δέχεται να εμπορευτεί το ερωτικό προϊόν του, δεν το πουλάει στους επιχειρηματίες που τον πολιορκούν πιεστικά. Δουλεύει πάνω στην κούκλα του, απομονωμένος σ’ ένα πλωτό σπίτι που θα το παρασύρουν τα ρεύματα της θάλασσας, προς τη χώρα της ουτοπίας και της ευτυχίας.
Στη μεθεπόμενη ταινία του Ιμαμούρα [Η βαθιά επιθυμία των θεών (1968)], η χώρα αυτή τοποθετείται κάπου στο νότιο Αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας· εκεί όπου η ζωή υπήρξε πρωτόγονη, σκληρή, ενστικτώδης κι αυθεντική.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου