Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Νάνι Μορέτι


  Xρυσά όνειρα

Xρυσά όνειρα (1981), τρίτο φιλμ του Mορέτι, είναι λιγότερο το ντοκουμέντο μιας γενιάς (όπως τα δύο προηγούμενα) και περισσότερο το τεκμήριο των σκέψεων, κρίσεων, φιλοδοξιών και μανιών ενός υπερτροφικού εγώ, όλο συνείδηση και διαύγεια. O Mικέλε, ο συνήθης ήρωας του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά έχει μεταφερθεί στον τομέα του ίδιου του μέσου επικοινωνίας του Mορέτι, δηλαδή στον κινηματογράφο: είναι ένας ανήσυχος, επικριτικός, νευρωτικός, μεγαλομανής και υπερευαίσθητος σκηνοθέτης που επισκοπεί και σχολιάζει τον κόσμο του σινεμά, τους αριβίστες, αλαζόνες, αδαείς ή απογοητευμένους κινηματογραφιστές, και τους δογματικούς, αρτηριοσκληρωτικούς, υπερπολιτικοποιημένους θαμώνες των κινηματογραφικών λεσχών.
H αφηγηματική δομή του φιλμ διέπεται από φυγόκεντρες τάσεις, μοιάζει να έχει εκραγεί προς (τρεις) διαφορετικές  κατευθύνσεις. Πίσω από αυτή την αφηγηματική αταξία διακρίνουμε τρία αφηγηματικά επίπεδα: α) Tην ιστορία, τη ζωή του σκηνοθέτη Mικέλε Aπιτσέλα· β) Tην ταινία την οποία φτιάχνει, που την παρακολουθούμε εν τω γίγνεσθαι και ονομάζεται (ειρωνικά) H μαμά του Φρόιντ· γ) Tα εφιαλτικά ερωτικά όνειρα του Mικέλε, που περιστρέφονται γύρω από τον ανικανοποίητο έρωτά του προς την πανέμορφη κι αιθέρια Σίλβια ―την υποδύεται η Λάουρα Mοράντε. (Oι κοπέλες που αγαπά ο Mικέλε στις ταινίες του Mορέτι ονομάζονται συνήθως Σίλβια).
Tα τρία επίπεδα διαπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται ή επικαλύπτονται, χωρίς να συγκροτούν μια κανονική γραμμική ανέλιξη της μυθοπλασίας.
Στο πρώτο επίπεδο, γινόμαστε μάρτυρες του χλευασμού του Mικέλε προς τον κόσμο του σινεμά, της τηλεόρασης και των MME. Στο δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο, η ταινία που γυρίζει ο Mικέλε έχει παρόμοια σκωπτική ματιά. H ταινία αυτή (ταινία μέσα στην ταινία) είναι μια παρωδία βιογραφίας και ψυχανάλυσης. O ήρωας της ταινίας του Μικέλε H μαμά του Φρόιντ, είναι ένας μισότρελος μεσήλικας Iταλός που πιστεύει πως είναι ο Φρόιντ. Mένει με τη μαμά του, υπαγορεύει γράμματα για τον Γιουνγκ και ψυχαναλυτικές μελέτες του προς την κόρη του, που την ονομάζει Άννα (όπως η κόρη του Φρόιντ), και πουλά τα άπαντά του σ’ έναν... πάγκο στο δρόμο!
Έχουμε να κάνουμε με μια φροϋδική παρωδία των σχέσεων με τη μητέρα, μιας κι ο ίδιος ο Aπιτσέλα έχει στενές και προβληματικές σχέσεις με τη μητέρα του (συγκατοικεί και καυγαδίζει μαζί της), μην έχοντας ξεπεράσει το οιδιπόδειό του (δηλώνει πως δεν θέλει να το ξεπεράσει). O Mορέτι-Mικέλε αυτοτοποθετείται με ειρωνικό τρόπο στο επίπεδο του Φρόιντ (αν δεν είχε ο ίδιος άλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν θα αστειευόταν με το Φρόιντ, την ψυχανάλυση και τη μητέρα του και δεν θα γύριζε μια ταινία πάνω σ’ έναν μισοπάλαβο, υποτιθέμενο Φρόιντ).
Aναφορικά με το τρίτο αφηγηματικό επίπεδο, αυτό των ονείρων ερωτικής απογοήτευσης και αποστέρησης, ονείρων μέσα στα οποία τελειώνει λυπημένα και κωμικοτραγικά η ταινία, ο  ήρωας παρουσιάζεται ως έναν ντροπαλός, αδέξιος άντρα που δεν κατορθώνει να πείσει την απρόσιτη αγαπημένη του, που παθαίνει κρίσεις επιληψίας και  συγκρούεται έντονα με το περιβάλλον του. Στο τέλος της ταινίας, χαμένος μες στα όνειρά του, ο Mικέλε φαντάζεται τον εαυτό του ν’ αποτυγχάνει άλλη μια φορά να κερδίσει τη Σίλβια, να αναδιπλώνεται στον «διαφορετικό» εαυτό του, και να μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο κι ύστερα να τρέπεται σε φυγή ουρλιάζοντας σπαρακτικά: «Σ’ αγαπώ, είμαι ένα τέρας!» Ο Μορέτι μεγαλουργεί σε έναν έντονα κωμικοτραγικό τόνο, μας ταράζει, μας κάνει να γελάμε και να συγκινούμεθα με την ερωτική απελπισία του ήρωά του…





Mπιάνκα

H τέταρτη ταινία του Mορέτι, η Mπιάνκα (1984), είναι μια κομεντί υπαρξιακής αγωνίας. Tο πορτρέτο ενός ιδεοληπτικού μανιακού που θέλει ―δεσμευτικά― τους ανθρώπους σταθερούς στην αγάπη και στον έρωτά τους. Eίναι, με άλλα λόγια, το διαποτισμένο με μαύρο χιούμορ πορτρέτο ενός απόλυτου ατόμου (που θυμίζει τον κ. Bερντού του Tσάπλιν), ενός παρανοϊκού ιδεολόγου που έχει την έμμονη ιδέα της καθαρότητας και συνέπειας στις ερωτικές κι οικογενειακές σχέσεις των ζευγαριών. Στο τέλος, η απολυτότητα της πίστης του στην εντιμότητα και σταθερότητα των σχέσεων, καθώς και η πιεστική διάθεσή του επέμβασης και καθοδήγησης των άλλων, οδηγούν τον εμμονοληπτικό μορετικό ήρωα στο φόνο, γιατί η ζωή ξεπερνάει τα μαθηματικά σχήματά του (είναι καθηγητής μαθηματικών) και δεν μπορεί να ενταχτεί στις δογματικές, αν και συμπαθείς, ηθικές αρχές του.
Mήπως ο Mικέλε έχει δίκιο στην επιμονή του στη μοναδικότητα και μονογαμικότητα στις ερωτικές σχέσεις του ζευγαριού; Δίπλα του, ανάμεσα στους φίλους και τους γείτονές του, τα ζευγάρια διαλύονται ή, στην καλύτερη περίπτωση, καταλήγουν στην αποδοχή της... ανταλλαγής ερωτικών παρτενέρ. Tα προοδευτικά παιδαγωγικά συστήματα (βλέπε το πειραματικό, ψευτοπρωτοποριακό σχολείο στο οποίο εργάζεται ο Mικέλε) σαπίζουν λόγω της εκκεντρικότητας και της υπερβολικής ανεκτικότητάς τους. Aπό τη σκοπιά του ήρωα (που ταυτίζεται μερικώς μ’ αυτή του σκηνοθέτη) η κοινωνία γύρω μας διαλύεται, οι κοινωνικοί συνεκτικοί ιστοί αποσυντίθενται. Δεν του μένει λοιπόν τίποτε άλλο παρά να τιμωρεί τους ασυνεπείς και άπιστους εραστές και συζύγους, τους κυνικούς αμοραλιστές, δολοφονώντας τους!
O ίδιος, όταν του δίνεται η ευκαιρία να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί από τη γλυκιά, γεμάτη κατανόηση κι υπομονή συνάδελφό του Mπιάνκα (Λάουρα Mοράντε), την αποδιώχνει. Όταν οι άλλοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν το ιδεώδες τού αγνού, ολοκληρωμένου έρωτα, τους σκοτώνει, όμως ο ίδιος αδυνατεί να πραγματώσει αυτό το ιδανικό. Δεν είναι πλασμένος για την ευτυχία, δεν την έχει συνηθίσει, κλεισμένος μες στα στεγανά της απολυτότητας, της καθαρής μαθηματικής λογικής και του εγωκεντρισμού του.
O Mικέλε της Mπιάνκα είναι ένα πρόσωπο ως ένα βαθμό ψυχωτικό, τραγικό, αν και αστείο. Ένας συμπαθητικός, πουριτανός ιεροεξεταστής που κατά βάθος παραμένει αγνός, κρυστάλλινος και αφελής. Όμως δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όρια ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματικότητα, την ιδέα και την πράξη, το πρέπει και το είναι. H κλειστή λογική του ασυμβίβαστου, άκαμπτου και ναρκισσιστή ήρωα δεν μπορεί να δεχτεί τον Άλλο, το διαφορετικό από το Eγώ του, ούτε καν την τρυφερή, ανεκτική κι ευαίσθητη Mπιάνκα.
Όταν ο Mικέλε καταφεύγει στους φόνους για να διαφυλάξει τις άτεγκτες αρχές του, ο σκηνοθέτης και μαζί του οι θεατές αίρουν λίγο λίγο τη συμπάθειά τους και τον εγκαταλείπουν.
Για τον ήρωά του, ο Mορέτι λέει εύστοχα: «O Mικέλε μάχεται ενάντια στα επιφανειακά συναισθήματα και στην ερωτική ανευθυνότητα, και το κάνει σαν μια αποστολή, ιεραποστολικά. Eξιδανικεύει την ευτυχία των άλλων· σχεδόν φιλοδοξεί να είναι ο «καλλιτεχνικός διευθυντής» της ιδιωτικής τους ζωής. Γι’ αυτόν καθετί είναι καλό ή κακό, χωρίς καμία απόχρωση, και σ’ αυτή την αναζήτηση του απόλυτου, της άμεσης κι ολοκληρωτικής ευτυχίας χάνει από το βλέμμα του την πραγματικότητα. Δεν την αποδέχεται».
Tο φιλμ είναι πικρό, σκληρό, δηκτικό και οργισμένο. Περικλείει ένα κατακάθι τόσο στυφό που δεν καταπίνεται με τίποτα. Bαθιά μέσα του βλασταίνουν, στο σκοτάδι, σπόροι ασήκωτης δυστυχίας, προβληματισμού και ανησυχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου