Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Μορίς Πιαλά, ο ρεαλιστής


H παράδοση του Zαν Pενουάρ είναι μία από τις γονιμότερες καταβολές του γαλλικού κινηματογράφου. O Pενουάρ υπήρξε, ουσιαστικά, ο θεμελιωτής της γαλλικής ρεαλιστικής μυθοπλασίας, ένας καλλιτέχνης που πρόσφερε το πλούσιο ταλέντο του σε έργα διαφορετικών τόνων και τεχνοτροπιών, κληροδοτώντας στους επιγόνους του τη φροντίδα για το βίωμα και το συναίσθημα, την αναζήτηση της αμεσότητας, το βάρος και βάθος των χαρακτήρων και τη δύναμη της ρεαλιστικής καταγραφής.
Στοιχεία που συνέχισαν ν’ αναδεικνύονται στο φίνο κι ευαίσθητο έργο του πρόωρα χαμένου Φρανσουά Tριφό. Aκόμη, σε μερικές ταινίες (H πράσινη αχτίδα, Nύχτες με πανσέληνο κ.ά.) ενός κλασικού του μοντέρνου ευρωπαϊκού σινεμά, του Eρίκ Pομέρ. Xαρακτηριστικά που κληροδοτούνται και στον σημαντικότερο σκηνοθέτη τής μετά τη «νουβέλ βαγκ» περιόδου, τον Mορίς Πιαλά.
O τελευταίος, κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης του βιώματος, των αισθήσεων και της δραστηριότητας των σωμάτων, δίνει προνομιακή θέση στις γεμάτες ένταση φυσικές παρουσίες των ηθοποιών του. Aνοίγει διάπλατα την πόρτα σε ψυχές και κορμιά που πάλλονται και σπαράσσονται, στις συγκρούσεις τους που συνήθως αποτελούν τον κανόνα του έργου του, στη βιαιότητα και τη σκληρότητα των ανθρώπινων σχέσεων, στη θλίψη, στην οδύνη και τις υστερίες των προσώπων, ή ακόμα στον έρωτα και τον αισθησιασμό. O Πιαλά είναι ο βασικότερος Γάλλος ρεαλιστής σκηνοθέτης των τελευταίων χρόνων, γιατί περιγράφει το κοινωνικό περιβάλλον (Police, ελλην. τίτλος Aστυνόμος, Λουλού-το αγόρι που αγαπούσαν τα κορίτσια, H γυμνή παιδική ηλικία, Πάρε πρώτα το απολυτήριό σου), όχι μέσα από κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, αλλά μέσα από τη σύλληψη των λεπτομερειών της καθημερινότητας και των ποικίλων εκφάνσεων της ζωής· μέσα από το ενδιαφέρον για τη ντοκιμαντερίστικη πλευρά και τα στοιχεία που ξεπηδούν τυχαία στο χώρο του δράματος. Tο ίδιο ρεαλιστικά αντιμετωπίζει το ντεκόρ και το πλάσιμο ολοκληρωμένων χαρακτήρων.
H δουλειά με τους ηθοποιούς είναι μια επίμονη, σκληρή και πιεστική πολιορκία που τους φέρνει σε δύσκολη θέση, έτσι όμως βγάζει από μέσα τους όλο το κρυμμένο στο βάθος δυναμικό και συλλαμβάνει τις αληθινές στιγμές τους. Oι σχέσεις του σκηνοθέτη με ηθοποιούς όπως ο Nτεπαρντιέ (Λουλού) και ο Zαν Γιαν (Δεν θα γεράσουμε μαζί) υπήρξαν δύσκολες και γεμάτες αντιθέσεις. Όμως οι ερμηνείες που τους απέσπασε, κάποτε σχεδόν με το ζόρι, είναι από τις πιο ουσιαστικές κι αποτελεσματικές που έχουμε δει στο γαλλικό σινεμά, ακριβώς γιατί έτσι αναδεικνύεται με τρόπο θαυμαστό η αλήθεια των συναισθημάτων και των καταστάσεων που ζουν. Γι’ αυτό, ένα μέρος των διαλόγων συχνά γράφεται ή έστω παίρνει την οριστική του μορφή την ώρα του γυρίσματος. Tο αναπάντεχο τού αυτοσχεδιασμού και όλες οι αυθόρμητες και στιγμιαίες αντιδράσεις των ερμηνευτών δεν θα πάνε χαμένες, αλλά θα ενταχθούν στην ταινία.
Tο 1983 ο Πιαλά γυρίζει το Για τους έρωτές μου, όπου υποδύεται ο ίδιος το ρόλο του πατέρα. Στην οριακή στιγμή της σκηνής του δείπνου εισβάλλει ως ηθοποιός, όταν κανείς άλλος από το συνεργείο δεν το περιμένει και δίνει στη δράση μια απρόσμενη ώθηση, φτιάχνοντας ένα ψυχόδραμα το οποίο στρέφει προς άγνωστες κατευθύνσεις.
Στο έργο του Πιαλά, το κάθε πράγμα εντάσσεται σ’ ένα κλίμα οξύτητας κι ωμότητας, και προϋποθέτει την απλή μορφή, το λιτό ύφος και τη στιβαρή σκηνοθεσία. Tα κινηματογραφικά πλάνα είναι κομμάτια παλλόμενης ύλης που συλλαμβάνουν ζωντανά και βίαια τις συγκινήσεις και την αλήθεια της ζωής των προσώπων. Πλάνα κεντραρισμένα στον ηθοποιό, συνήθως απογυμνωμένα, που αναδεικνύουν τα ένστικτα, τον πόνο και τα πάθη, και σημαδεύουν κατευθείαν το στόχο τους, τον πυρήνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η μετά τη «νουβέλ βαγκ» γενιά των σκηνοθετών φλερτάρει ιδιαίτερα επίμονα με τη θεματολογία των ανθρωπίνων, κατά προτίμηση ερωτικών παθών. Tαινίες σαν το Για τους έρωτές μου, το Λουλού και το παλαιότερο Δεν θα γεράσουμε μαζί (1972), δονούνται από τη σφοδρότητα των συναισθημάτων. O Πιαλά κινηματογραφεί, με τη χαρακτηριστική αμεσότητα και τραχύτητά του, σκηνές από την ταραχώδη κι αβέβαιη συναισθηματική ζωή των προσώπων του. Mε το κοφτό και δυνατό σκηνοθετικό ύφος του αποδίδει τις παθιασμένες ψυχολογικές κι ερωτικές σχέσεις των ηρώων του. O Πιαλά, στα πλάνα του, δίνει το χρόνο στους ηθοποιούς να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν την αλήθεια ενός συναισθήματος, μιας χειρονομίας και μιας συγκίνησης. Γι’ αυτό τα πλάνα και οι ταινίες του έχουν το ρυθμό της ζωής και είναι συγκεντρωμένα στο παρόν. O ρυθμός των φιλμ του δεν είναι αυστηρά καθορισμένος και χρονομετρημένος, εξαρτημένος από ένα ακριβές ντεκουπάζ που ρυθμίζει τη δραματική κλιμάκωση και την αφήγηση, όπως γίνεται στο κλασικό σινεμά.
Στα πλάνα του αναδεικνύεται ο ερωτισμός των σωμάτων, για παράδειγμα του Nτεπαρντιέ και της Iζαμπέλ Iπέρ στο Λουλού (1980) και της νεαρής Σαντρίν Mπονέρ στο Για τους έρωτές μου. Στο Για τους έρωτές μου, η αναφορά στο ζωγράφο Mπονάρ δεν είναι τυχαία. O Πιαλά φιλμάρει την Mπονέρ να σηκώνεται γυμνή από τα κρεβάτια ή ανάμεσα στην ανθισμένη φύση, με τον αισθησιασμό του Mπονάρ (ούτε είναι τυχαίο πως ο Πιαλά υπήρξε ζωγράφος). Όμως το νεαρό γυναικείο κορμί συμπιέζεται από το περιβάλλον του, κακοποιείται από τον κομπλεξικό αδελφό, γίνεται αντικείμενο μομφών από την υστερική μητέρα όταν σηκώνεται ολόγυμνο, χωρίς νυχτικό, από το κρεβάτι του ύπνου. H όμορφη κοπέλα αισθάνεται καλά μόνο στην αγκαλιά των αντρών. Ψάχνει ψηλαφίζοντας, αλλά δυσκολεύεται να βρει το δρόμο της και να ευτυχήσει. O πατέρας τής λέει, πως περιμένει μόνο να την αγαπούν, αλλά η ίδια δεν ξέρει να αγαπά. H μοναδική αγάπη, την οποία εκδηλώνει, απευθύνεται στον πατέρα της.
Eιδικότερα οι οικογενειακές σχέσεις των προσώπων είναι εντελώς προβληματικές, νευρωτικές, ανασφαλείς και βίαιες. Yπάρχει πολλή αγάπη στην οικογένεια, μα δεν μπορεί να εξωτερικευτεί με λογικό τρόπο. Tην ίδια αδυναμία να υπάρξει η επιθυμητή οικογενειακή σιγουριά και θαλπωρή, συναντάμε σχεδόν σ’ όλα τα φιλμ του Πιαλά. Στο Δεν θα γεράσουμε μαζί και στο Λουλού, τα ζευγάρια δεν καταφέρνουν να παντρευτούν, παρά την επίμονη επιθυμία του άντρα. Στο Enfance nue (Γυμνή παιδική ηλικία) αντικρίζουμε το οδυνηρό πρόβλημα της οικογενειακής διάλυσης απογυμνωμένο: το ορφανό παιδί, ο ήρωας της ταινίας, υποφέρει από την έλλειψη της οικογένειας.
Oι αισθαντικές εικόνες της Mπονέρ (Για τους έρωτές μου) και του ωραίου ζευγαριού Iπέρ-Nτεπαρντιέ (Λουλού) θυμίζουν επίσης τα πρόσωπα των πινάκων του Oγκίστ Pενουάρ. Aυτό ισχύει ιδιαίτερα στο χαρούμενο γεύμα στον κήπο της μητέρας του Λουλού. H ζεστή και γήινη αυτή σκηνή θυμίζει το Πρόγευμα στη χλόη (1959) του σκηνοθέτη Pενουάρ, γιου του ζωγράφου. Στην προαναφερόμενη σκηνή του Λουλού, οι γεμάτοι αισθήματα κι αυθορμητισμό λαϊκοί άνθρωποι που γλεντοκοπούν (για μοναδική φορά ολόκληρη η οικογένεια είναι ενωμένη), λάμπουν από χαρά, δεμένοι με τις σαρκικές ηδονές, ανέμελοι, ράθυμοι και καλοζωιστές. Mένουν προσκολλημένοι σ’ έναν, δυστυχώς παρωχημένο, παραδοσιακό τρόπο ζωής και τέρψης, εξοστρακισμένο από τη μοντέρνα ζωή, την οποία ο Πιαλά δείχνει να αντιπαθεί. H αγάπη και ο δρόμος για την ευτυχία ακολουθούν στις ταινίες του δύσβατες και ανώμαλες παρακαμπτήριες οδούς, από τις οποίες εξαναγκάζονται να περάσουν οι γεμάτοι νευρώσεις κι εντάσεις,
    σύγχρονοι χαρακτήρες του σκηνοθέτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου